ισοζύγιο πληρωμών

ισοζύγιο πληρωμών
Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν στατιστικών σφαλμάτων, που διορθώνονται με ειδική εγγραφή στους εθνικούς λογαριασμούς. Ωστόσο, τα ισοζύγια στα επίπεδα που τα διαρθρώνουν μπορούν να είναι ελλειμματικά ή πλεονασματικά. Πρώτο επίπεδο είναι το εμπορικό ισοζύγιο ή καθαρές εξαγωγές (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές). Σε αυτό προστίθεται η καθαρή εξαγωγή υπηρεσιών (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές υπηρεσιών όπως η ναυτιλία και οι ασφάλειες) και δίνει το ισοζύγιο αγαθώνκαι υπηρεσιών. Στη συνέχεια σχηματίζεται το ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών (άδηλοι πόροι και πληρωμές, όπως τόκοι, μερίσματα, κέρδη, τουρισμός από άλλες χώρες και προς άλλες χώρες, εμβάσματα μεταναστών από το εξωτερικό και προς το εξωτερικό, καθαρές μεταβιβάσεις από ή προς την ΕΈ για τα μέλη της κλπ.) το οποίο, όταν προστεθεί στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, προκύπτει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τέλος, υπάρχει η καθαρή κίνηση κεφαλαίων (εισροές μείον τις εκροές). Όταν αυτή προστεθεί στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (μαζί με τη διαφορά αναπροσαρμογής χρυσού και συναλλαγματικών ισοτιμιών) δίνει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Αναλυτικότερα, εφόσον το ισοζύγιο είναι πάντα ισοσκελισμένο, κάθε πιθανή ανισορροπία των τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να ανταποκρίνεται σε ίση διαφορά με αντίθετο χαρακτηρισμό σε άλλα επίπεδα του ι.π., δηλαδή στις κινήσεις συναλλάγματος και χρυσού ή στις μεταφορές κεφαλαίων. Κάθε πράξη αποτελεί αρχή ενός διακανονισμού σε συνάλλαγμα, τουλάχιστον θεωρητικά (στην πραγματικότητα, οι πληρωμές σε χρήμα περιορίζονται σχεδόν πάντα στις διαφορές που απομένουν, γιατί οι αντίθετες πράξεις είναι αντικείμενο συμψηφισμού). Αν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ελλειμματικό, δηλαδή οι εισαγωγές πληρώνονται μόνο κατά ένα μέρος από το προϊόν των εξαγωγών, τότε η διαφορά μπορεί να πληρωθεί με συνάλλαγμα ή χρυσό, που αποσύρεται από την κεντρική τράπεζα. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, η χώρα πληρώνει τις εισαγωγές της με μία εξαγωγή, έστω και αν το έκανε με συνάλλαγμα ή χρυσό αντί με άλλο εμπόρευμα. Εκτός από τις συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ διαφόρων χωρών περιλαμβάνουν και την αμοιβαία παροχή πιστώσεων, είτε από τους ιδιώτες είτε από τις κυβερνήσεις. Η παροχή πιστώσεων σημαίνει μεταφορά κεφαλαίων. Κάθε πίστωση εγγράφεται στο ενεργητικό του ισοζυγίου όταν παραχωρείται και στο παθητικό όταν πραγματοποιείται η απόδοσή της, ενώ το αντίθετο γίνεται με τα δάνεια που συνάπτονται. Το παράδοξο της εν λόγω ενέργειας μπορεί να γίνει κατανοητό ύστερα από τον συλλογισμό ότι η οφειλέτρια χώρα πούλησε στο εξωτερικό ομολογίες ή άλλους πιστωτικούς τίτλους. Όταν μία χώρα έχει εισαγάγει περισσότερα απ’ όσα εξήγαγε (είτε σε εμπορεύματα είτε πλήρωσε με συνάλλαγμα), αυτό σημαίνει πως άλλες χώρες τής προμήθευσαν εμπορεύματα με την υπόσχεση μελλοντικής πληρωμής, δηλαδή με την εξαγωγή πιστωτικών τίτλων. Τελικά, το έλλειμμα ή πλεόνασμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μειώνει ή αυξάνει, αντίστοιχα, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας ώστε να ισοσκελιστεί το ισοζύγιο. Κατά τον 16ο, τον 17ο και σε μεγάλο μέρος του 18ου αι. κυριάρχησε στην Ευρώπη η εμποροκρατική θεωρία και πολιτική (μερκαντιλισμός), που έβλεπε ως μοναδικό τρόπο για τον πλουτισμό των εθνών τη δημιουργία πλεονασματικών εμπορικών ισοζυγίων ή ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών. Στην πιο ακραία μορφή, οι λεγόμενοι μεταλλόφιλοι υποστήριζαν τη συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων σχεδόν ως αυτοσκοπό. Οι απόψεις αυτές επικρίθηκαν αυστηρά στη συνέχεια (18ος-19ος αι.) από τους κλασικούς οικονομολόγους (Άνταμ Σμιθ κ.ά.), για να βρουν αργότερα κάποια υποστήριξη από τον Κέινς, ο οποίος αναγνώρισε την αξία της άποψης των μερκαντιλιστών για τη σχέση ποσότητας χρήματος και ύψους των επιτοκίων. Πολιτικές διατήρησης πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου ή του ευρύτερου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ακολουθήθηκαν –και ακόμη ακολουθούνται– από διάφορες χώρες σε διάφορες φάσεις. Βεβαίως, οι ενέργειες των κυβερνήσεων έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω της κατάργησης των δασμών και των ποσοστώσεων στις εισαγωγές, καθώς και λόγω των επιδοτήσεων των εξαγωγών, που έχουν συμφωνηθεί με κοινή συναίνεση στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των προδρόμων συνθηκών (ΓΚΑΤ κλπ.). Ωστόσο, έχει γίνει πλέον αντιληπτό ότι μία χώρα μπορεί να έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο για μεγάλες περιόδους και να αυξάνει το επίπεδο ευημερίας της. Τέτοια είναι σήμερα η περίπτωση των ΗΠΑ, που χρηματοδοτούν αυτό το έλλειμμα με την εισαγωγή κεφαλαίων που κατευθύνονται στα χρηματιστήριά τους και με τα ομόλογα (δημοσίου και εταιρειών). Αντίθετα, πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο έχουν η Γερμανία και η Ιαπωνία. Παράλληλα, η κυρίαρχη οικονομική αντίληψη θεωρεί ότι η αύξηση του διεθνούς εμπορίου συμβάλλει στην καλύτερη κατανομή των παραγωγικών πόρων και τελικά στην αύξηση της ευημερίας τόσο των χωρών με πλεονασματικά όσο και με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια ή ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Τέλος, κατά την ίδια αντίληψη, ο μηχανισμός αυτορρύθμισης της οικονομίας βρίσκεται στη συναλλαγματική ισοτιμία. Ένα παρατεταμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που δεν χρηματοδοτείται από άλλες πηγές, θα οδηγήσει σε υποτίμηση του νομίσματος και σε αλλαγή των όρων εμπορίου (τα προϊόντα αυτής της χώρας θα γίνουν φθηνότερα, άρα θα εξάγει περισσότερα και θα εισάγει λιγότερα) χωρίς να χρειαστεί προσφυγή σε εισαγωγικούς δασμούς και εξαγωγικές επιδοτήσεις. Ράβδοι χρυσού στον θάλαμο ασφαλείας της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης, κατά τη δεκαετία του 1950. Στην τράπεζα αυτή κατέφευγαν πολλά κράτη για μεταφορές σε πληρωμή σε χρυσό. Αν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ελλειμματικό, τότε η διαφορά μπορεί να πληρωθεί με συνάλλαγμα ή χρυσό που αποσύρεται από την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας? στη φωτογραφία, η Τράπεζα της Ελλάδος (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοζύγιο — το 1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία 2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • ελλειμματικός — ή, ό αυτός που παρουσιάζει έλλειμμα («ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών») …   Dictionary of Greek

  • μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”